- ευπροσωπία
- εὐπροσωπία, ἡ (Α) [ευπρόσωπος]ωραία όψη, ωραία εμφάνιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπροσωπία — εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπία fair appearance fem nom/voc/acc dual εὐπροσωπίᾱ , εὐπροσωπία fair appearance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσωπίαν — εὐπροσωπίᾱν , εὐπροσωπία fair appearance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοψία — (I) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοψος] αφθονία όψων, εδεσμάτων, φαγητών, ιδίως ψαριών (στον Πλούτ., χοιρινού κρέατος). (II) εὐοψία, ἡ (Α) [εύοπτος Ι] (κατά το λεξ. Σούδα) καλή όψη, ευπροσωπία … Dictionary of Greek